ἀναίσθητα

ἀναίσθητα
ἀναίσθητος
without sense
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • нечоувьствьныи — (18) пр. 1.Лишенный способности чувствовать; неодушевленный: идолы бездѹшьны˫а. и нечювествьны. ПрЛ XIII, 51в; нѹдѧ кланѧтисѧ камению и дрѣвѹ бездѹшномѹ. и нечювьствьнѹ. Там же, 916; мертва вещь е(с) и нечю(в)ствена. ГБ XIV, 71в; поставиш(а)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нечоувьство — НЕЧОУВЬСТВ|О (2*), А с. Бесчувственность, неодушевленность: въ нечювьство своѥ неистовьство пѹща˫а нечювьствьнъ въистинѹ ѥсть. (εἰς ἀναίσϑητα) ΚΕ XII, 72б; и не възмогоша ср(д)ца и(х) в камены(х) мѣсто створити плотѧны(х) камени бо свое е(с)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγγειόσπασμος — Τοπική αγγειοσυστολή. Ο α. των περιφερικών αρτηριών των χεριών συνδέεται με πρωτοπαθείς νόσους των αγγείων και κυρίως αρτηριοσκλήρωση. Α. των αρτηριών μπορεί να εμφανιστεί και σε τελείως υγιή άτομα. Η κλινική εικόνα της νόσου και του φαινομένου… …   Dictionary of Greek

  • ημιαναίσθητος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία 2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος. επίρρ... ημιαναισθήτως και α με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”